- επιδιδυμίτιδα
- Φλεγμονή της επιδιδυμίδας που οφείλεται σε γενικές (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά.) ή ειδικές λοιμώξεις (φυματίωση, σύφιλη, βλεννόρροια, βρουκέλωση). Στις περιπτώσεις της οξείας ε. τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι πόνοι στο όσχεο, που συχνά αντανακλούν στη βουβωνική και στην υπογάστρια χώρα, σκληρία, διόγκωση, πυρετός και έντονο άλγος. Όταν η ε. είναι χρόνια, πολλές φορές καταλήγει σε στείρωση. Συχνά, συμμετέχουν και άλλα μέρη του ανδρικού γεννητικού συστήματος, για παράδειγμα οι όρχεις.
* * *ηφλεγμονή τής επιδιδυμίδας.
Dictionary of Greek. 2013.